κερατέα

κερατέα
κερατέα, ,
A = κερατωνία, Gp.11.1; dub. sens. in POxy.2146.9 (iii A.D.), PGen.75.8 (iii/iv A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κερατέα — κερατέᾱ , κερατέα fem nom/voc/acc dual κερατέᾱ , κερατέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατέα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 190 μ., 7.430 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 40 χλμ. ΝΑ της Αθήνας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Γενική άποψη της Κερατέας του νομού Αττικής. * * * η… …   Dictionary of Greek

  • Κερατέα — Sp Keratėja Ap Κερατέα/Keratea L Atika, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κερατέας — κερατέᾱς , κερατέα fem acc pl κερατέᾱς , κερατέα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατέαν — κερατέᾱν , κερατέα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαι — κερατέα fem nom/voc pl ίᾱͅ , κερατέα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατωνία — κερατωνία, ἡ (Α) το δέντρο κερατέα*, η χαρουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών κερατέα και κερωνία] …   Dictionary of Greek

  • χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • κερατία — κερατίᾱ , κερατέα fem nom/voc/acc dual κερατίᾱ , κερατέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κερατίᾱ , κερατία fruit of the carob tree fem nom/voc/acc dual κερατίᾱ , κερατία fruit of the carob tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κερατίᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατίας — κερατίᾱς , κερατέα fem acc pl κερατίᾱς , κερατέα fem gen sg (attic doric aeolic) κερατίᾱς , κερατία fruit of the carob tree fem acc pl κερατίᾱς , κερατία fruit of the carob tree fem gen sg (attic doric aeolic) κερατίᾱς , κερατίας comet masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατίᾳ — κερατίαι , κερατέα fem nom/voc pl κερατίᾱͅ , κερατέα fem dat sg (attic doric aeolic) κερατίᾱͅ , κερατία fruit of the carob tree fem dat sg (attic doric aeolic) κερατίαι , κερατίας comet masc nom/voc pl κερατίᾱͅ , κερατίας comet masc dat sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”